- ψάλλω
- ΝΜΑ, και ψέλνω Νάδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάριανεοελλ.1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο»)2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;»)3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα («όλη την ημέρα μού έψελνε πάνω από το κεφάλι μου»)β) εκφράζομαι με παράξενο ή με ακατανόητο τρόπο («τί ψέλνεις εκεί πέρα;»)γ) επιπλήττω κάποιον με δριμύτητα («θα τού τά ψάλλω όταν θά 'ρθει»)5. φρ. α) «τού έψαλε τον εξάψαλμο» ή «τού έψαλε τον αναβαλλόμενο» — τόν επέπληξε πολύ αυστηράβ) «τί μού ψέλνεις;» — τί ανοησίες μού λές;γ) «ψάλε δέσποτα, μέ πονεί το δάχτυλο» — λέγεται για αβάσιμες προφάσειςαρχ.1. τίλλω, μαδώ («ψαλλ' ἔθειραν» — μάδα τα μαλλιά σου, Αισχύλ.)2. (σχετικά με χορδή τόξου) τραβώ και αφήνω να ηχήσει, τεντώνω («τόξου νευρὰν ψάλλω», Ευρ.)3. (σχετικά με βέλος) ρίχνω προκαλώντας χαρακτηριστικό συριγμό («βέλος ἐκ κέραος ψάλλειν», Ανθ. Παλ.)4. (σχετικά με έγχορδα όργανα) νύσσω, χτυπώ με τα δάχτυλα5. τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας6. φρ. «σχοῑνος μιλτοφυρὴς ψαλλομένη» — το βαμμένο κόκκινο νήμα που τεντώνουν οι ξυλουργοί παράλληλα πάνω από την επιφάνεια ξύλου που πρόκειται να κόψουν και τὸ αφήνουν μετά απότομα, ώστε να χτυπήσει στο ξύλο και να σχηματιστεί μια κόκκινη γραμμή7. παροιμ. «ψάλλειν οὐκ ἔνι ἄνευ λύρας» — δεν είναι δυνατόν να κάνει κανείς κάτι χωρίς να έχει τα απαραίτητα μέσα.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθανότατα για ελλ. εκφραστ. σχηματισμό (πρβλ. ψαθάλλω, ψηλαφώ). Η σύνδεση τού ρ. τόσο με την οικογένεια τού ψήω* / ψῆν / ψάω όσο και με το λατ. palpor «ψηλαφώ» δεν ικανοποιεί. Το ρ. ψάλλω με αρχική σημ. «σφίγγω και τραβώ με τα δάχτυλα χορδή τόξου ή χορδή μουσικού οργάνου» χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια για να δηλώσει το παίξιμο, γενικά, έγχορδου μουσικού οργάνου και, συνεκδοχικά, το τραγούδι, τον ύμνο που συνοδεύει τον ήχο τών εν λόγω οργάνων. Ο νεοελλ., τέλος, τ. ψέλνω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. έψαλα τού ψάλλω, κατά το σχήμα έκαμα: κάμνω (για την τροπή τού -α- σε -ε- πρβλ. το διαλ. έβαλα: βέλνω)].
Dictionary of Greek. 2013.